ναύκλαρος
Look at other dictionaries:
ναύκλαρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναύκραρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκραρος, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε λ ] … Dictionary of Greek
ναύκλαρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναύκραρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκραρος, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε λ ] … Dictionary of Greek